- οργάς
- ὀργάς, -άδος, ἡ (ΑΜ)μσν.(για γυναίκα) αυτή που βρίσκεται σε ηλικία γάμουαρχ.(ενν. γη)1. γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός2. καρποφόρο κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποια θεότητα («ἄλλα τε ἐδῄωσε τῆς χώρας καὶ τῆς καλουμένης ὀργάδος θεῶν τε τῶν ἐν Ἐλευσῑνι ἱερᾱς», Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀργάς παράγεται μάλλον από το ρ. ὀργώ* + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. μαίνομαι: μαινάς). Η σημ. τής λ. «γη που καλλιεργείται», δηλ. καλοδουλεμένη, απ' όπου «εύφορη», έκανε ορισμένους να τή διαχωρίσουν από την οικογένεια τού ὀργή και να τη συνδέσουν με την οικογένεια τών ἔργο, ἔρδω (βλ. και λ. οργή). Η σημ., εξάλλου, τής λ. «καρποφόρο κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποια θεότητα», η οποία αναφέρεται γενικά σε γη που δεν καλλιεργείται και συγκεκριμένα στην περιοχή τής Ελευσίνας, ανάμεσα στην Αθήνα και στα Μέγαρα, οδήγησε στη σύνδεση της με το ρ. εἴργω / ἔργω «διαχωρίζω, περικλείω» (< ΙΕ ρίζα *wer-g- «κλείνω, εγκλείω, περικλείω»). Από άλλους, τέλος, η λ. έχει θεωρηθεί δάνειο από το χεττιτ. warkant- «παχύς, ευτραφής»].
Dictionary of Greek. 2013.